- φεγγαρίζω
- φεγγάρισα, αμτβ.1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού).2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει.3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής, φέγγω, φεγγίζω: Απ' την πολλή νηστεία έφεξες και φεγγάρισες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.