φεγγαρίζω

φεγγαρίζω
φεγγάρισα, αμτβ.
1. εκπέμπω ωχρό φως, είμαι χλομός (όπως το φως του φεγγαριού).
2. μτφ., αφήνω να διαφαίνεται κάτι αμυδρά μεσ’ από μένα, είμαι ή γίνομαι ημιδιαφανής: Η νυχτικιά της φεγγαρίζει.
3. μτφ., από τη μεγάλη αδυναμία γίνομαι ημιδιαφανής, φέγγω, φεγγίζω: Απ' την πολλή νηστεία έφεξες και φεγγάρισες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φεγγρίζω — και φαγγριζω Ν φεγγαρίζω). [ΕΤΥΜΟΛ. < φεγγαρίζω με συγκοπή τού α . Ο τ. φαγγρίζω < φαγγαρίζω με οπισθοχωρητική αφομοίωση και εν συνεχεία αποβολή τού α ] …   Dictionary of Greek

  • φέγγω — ΝΜΑ 1. (μτβ.) ρίχνω φως πάνω σε κάποιον ή σε κάτι, φωτίζω (α. «το βραδινό μας το λυχνάρι / που θα μάς φέγγει μέσ στο σπίτι», Παλαμ. β. «φλογὶ φέγγεται λειμών», Αριστοτ.) 2. (αμτβ.) εκπέμπω φως, λάμπω (α. «φέγγει τό πρόσωπό του από χαρά» β. «ὁ… …   Dictionary of Greek

  • φεγγίζω — φέγγισα, και φεγγρίζω φέγγρισα, και φαγγρίζω φάγγρισα, αμτβ., φεγγαρίζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”